- επιρρύζω
- ἐπιρρύζω (Α) [ρύζω](κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιρρύξαι — ἐπιρρύζω set aor inf act ἐπιρρύξαῑ , ἐπιρρύζω set aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύσεις — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρρυσις means of saving fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρύζω set aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιρρύζω set fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρροιζώ — ἐπιρροιζῶ, έω (Α) [ροιζώ] 1. έπιρροιβδώ 2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ.) 3. (για βέλος) κάνω θόρυβο, σφυρίζω («καὶ δόνακες γεγαῶτες ἐπερροίζησαν ὀϊστοί», Νόνν.)… … Dictionary of Greek
ἐπιρρύξας — ἐπιρρύξᾱς , ἐπιρρύζω set aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρύσασα — ἐπιρρύσᾱσα , ἐπιρρύζω set aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)